- χαλκεοθώρηξ
- χαλκεο - θώρηξ, ηκος: with breastplate of bronze; bronze - cuirassed, Il. 4.448 and Il. 8.62.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
χαλκεοθώρηξ — χαλκεοθώραξ with brazen breastplate masc/fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεοθώραξ — και χαλκοθώραξ, ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, ηκος, ὁ, Α αυτός που φορά χάλκινο θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + θώραξ (πρβλ. ἀργυρο θώραξ)] … Dictionary of Greek